- ἀδηλότης
- ἀδηλότηςuncertaintyfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αδηλότης — ἀδηλότης ( ότητος), η (Α) [ἄδηλος] αβεβαιότητα … Dictionary of Greek
ἀδηλότητα — ἀδηλότης uncertainty fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδηλότητι — ἀδηλότης uncertainty fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδηλότητος — ἀδηλότης uncertainty fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άδηλος — η, ο (Α ἄδηλος ον) 1. ο μη δήλος, μη φανερός, άγνωστος, ασαφής, αβέβαιος 2. ο αγνώστου προελεύσεως, ανεξιχνίαστος, μυστηριώδης, κρυφός, μυστικός 3. (φρ. «άδηλα και κρύφια», για πράγματα άγνωστα και μυστηριώδη (η φρ. από την ΠΔ Ψαλμ. 50, 8) αρχ. 1 … Dictionary of Greek
αδηλία — ἀδηλία, η (Α) [ἄδηλος] η αδηλότης* … Dictionary of Greek
συμβατός — ή, ό / συμβατός, ή, όν, ΝΑ [συμβαίνω] αυτός που υπόκειται σε σύμβαση, σε συμφωνία («οὐδ ή τῶν μελλόντων ἀδηλότης αὐτῷ συμβατή», Φίλ.) νεοελλ. συμβιβάσιμος, εναρμονιζόμενος, σύμφωνος, ταιριαστός, κατάλληλος … Dictionary of Greek